- ἐπίσπασιν
- ἐπίσπασιςdrawing infem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίσπαση — η (Α ἐπίσπασις) [επισπώ] τράβηγμα νεοελλ. η πρόκληση τοπικής υπεραιμίας σε περιοχή τού δέρματος για να εξουδετερωθεί φλεγμονή οργάνου ή να προκληθεί τοπική νευρική διέγερση αρχ. τράβηγμα, απορρόφηση («καὶ τὴν ἐπίσπασιν τῆς τροφῆς», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek